ἑνιαίως

ἑνιαίως
ἑνιαῖος
single
adverbial
ἑνιαῖος
single
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εναχώς — (I) ἐναχῶς (Μ) επίρρ. κατά εννέα τρόπους. (II) ἐναχῶς (Μ) επίρρ. κατά έναν τρόπο, ενιαίως …   Dictionary of Greek

  • ενιαίος — α, ο (AM ἑνιαῑος, α, ον) αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση») μσν. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԵՂԻՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0274 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c մ. ՄԻԵՂԻՆԱԲԱՐ ՄԻԵՂԻՆԱՊԷՍ. ἐνιαίως per unitatem, per unionem ὀμοῦ , ἠνομένως simul una. Իբրեւ միեղէն. միայն. եզական եւ առանձնական օրինակաւ. միօրինակ. միանգամայն. միահաղոյն. ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԻԵՂԻՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0274 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c մ. ՄԻԵՂԻՆԱԲԱՐ ՄԻԵՂԻՆԱՊԷՍ. ἐνιαίως per unitatem, per unionem ὀμοῦ , ἠνομένως simul una. Իբրեւ միեղէն. միայն. եզական եւ առանձնական օրինակաւ. միօրինակ. միանգամայն. միահաղոյն. ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”